- γυφτιά
- çingenelik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γυφτιά — η 1. ακαταστασία και έλλειψη καθαριότητας. 2. μτφ., τσιγκουνιά: Από τη γυφτιά του δεν κάνει ποτέ δώρα στα παιδιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυφτιά — η 1. ρυπαρότητα, ακαταστασία 2. μικροπρέπεια, τσιγγουνιά 3. συμπεριφορά που ταιριάζει σε γύφτο … Dictionary of Greek
γυφτίλα — η 1. δυσοσμία από τη ρυπαρότητα τού γύφτου 2. η γυφτιά … Dictionary of Greek
κατσιβελιά — η [κατσίβελος] 1. το γνώρισμα τού κατσίβελου, η νομαδική ζωή 2. πράξη που αρμόζει σε κατσίβελο, γυφτιά … Dictionary of Greek
κατσιβελιά — η γυφτιά, μικροπρέπεια: Αυτό που κάνεις είναι κατσιβελιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)